- ἀκοντίοις
- ἀκόντιονjavelinneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀκοντίοις — Ἀκόντιον neut dat pl Ἀκόντιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναγκυλώ — ἐναγκυλῶ ( άω και έω και όω) (Α) προσαρμόζω αγκύλη στο ακόντιο για να τό εξακοντίσω (α. «ἐχρῶντο δὲ αύτοῑς ἀκοντίοις ἐναγκυλῶντες», Ξεν. β. «ἐναγκυλοῡντας τὰ ῥιπτόμενα βέλη», Διόδ. Σικ.) … Dictionary of Greek
επίκαυτος — ἐπίκαυτος, ον (Α) ο καμένος στην άκρη («ἀκοντίοις δὲ ἐπικαύτοις χρεώμενοι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο σε τος τού ρ. επικαίω] … Dictionary of Greek
ευθυβολία — η (ΑΜ εὐθυβολία) [ευθύβολος] ευθεία βολή, ευστοχία («ἀντέβαλλον ἀκοντίοις και τοξεύμασιν ὧν ὁ σάλος τὴν εὐθυβολίαν διέστρεφεν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς … Dictionary of Greek